γερανιόλη

γερανιόλη
Άκυκλη, πρωτοταγής αλκοόλη, του τύπου C9H15 – CH2OH. Είναι άχρωμο υγρό, με ευχάριστη οσμή ρόδων, έχει σημείο βρασμού 229-230°C και πυκνότητα 0,889 gr/cm3 (20°C). Δεν είναι διαλυτή στο νερό, αλλά διαλύεται στην αιθανόλη και στον αιθέρα. Είναι οπτικά ενεργή ένωση, περιέχει έναν διπλό δεσμό μεταξύ έκτου και έβδομου ατόμου άνθρακα και ελεύθερη ή με τη μορφή εστέρα αποτελεί το κύριο συστατικό του ροδέλαιου, του γερανιέλαιου, του κιτρονέλαιου κ.ά. Χρησιμοποιείται για την οσμή της ως προσθετικό στη βιομηχανία τροφίμων και σαπουνιών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λιναλοόλη — η χημ. οργανική ένωση, τριτοταγής τερπενική αλκοόλη, ισομερής με τη γερανιόλη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”